χυλός

χυλός
ο
1. πολτός από αλεύρι ή άλλη ουσία, κουρκούτι, είδος φαγητού που γίνεται με το βράσιμο νερού και αλευριού: Στη γερμανική Κατοχή ο χυλός ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες τροφές.
2. παροιμ., «Όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», λέγεται για κείνους που έπαθαν κάποιο ατύχημα και έγιναν πάρα πολύ επιφυλακτικοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • χυλός — χῡλός , χυλός juice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] …   Dictionary of Greek

  • μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • γαλαξία — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * γαλαξία, η (Α) [Γαλάξια] χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη… …   Dictionary of Greek

  • ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύχυλος — η, ο / πολύχυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυλό, πολύ ζουμερός αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να λάβει μεγάλη έκταση, μεγάλη διάχυση, πολύχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • χυλόν — τὸ, Μ χυλός από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • сок — I I, род. п. а; также заболонь дерева , колымск. (Богораз), укр. сiк, род. п. соку, блр. сок, др. русск., ст. слав. сокъ χυλός (Супр.), болг. сок, сербохорв. со̑к, род. п. со̏ка, словен. sọ̑k, род. п. sо̣̑kа, sоkа̑, польск. sok, в. луж., н. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”